προπάππος

προπάππος
προπάππος ο прадед; пращур

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "προπάππος" в других словарях:

  • πρόπαππος — great grandfather masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάππος — ο / πρόπαππος, ΝΜΑ [πάππος/πάπος] ο πατέρας τού παππού ή τής γιαγιάς …   Dictionary of Greek

  • προπάππου — πρόπαππος great grandfather masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάππους — πρόπαππος great grandfather masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάππων — πρόπαππος great grandfather masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προπάππῳ — πρόπαππος great grandfather masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόπαππε — πρόπαππος great grandfather masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόπαπποι — πρόπαππος great grandfather masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόπαππον — πρόπαππος great grandfather masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσπαππος — και προσπάππος, ο, Ν ο προπάππος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πρόπαππος με παρετυμολογική επίδραση τού προς] …   Dictionary of Greek

  • ανιόντες — Οι συγγενείς εξ αίματοςεξ αγχιστείας από την ευθεία γραμμή προς τα πάνω, δηλαδή γεννήτορες και προγεννήτορες (πατέρας, μητέρα, παππούς, γιαγιά, προπάππος, προγιαγιά κλπ.). Εκτός από την ψυχική και ηθική σχέση ανάμεσα στους α. και τους κατιόντες,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»